- αγκωνίσκος
- ἀγκωνίσκος, ο (Α)μικρός αγκώνας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκών + κατάλ. -ίσκος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγκωνίσκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκωνίσκοι — ἀγκωνίσκος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκωνίσκου — ἀγκωνίσκος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκωνίσκους — ἀγκωνίσκος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγκώνας — Η εξωτερική καμπή του άνω άκρου, μεταξύ βραχίονα και αντιβραχίου. Η άρθρωση του α. είναι σύνθετη. Αποτελείται από δύο αρθρώσεις, την πηχεοβραχιόνιο και την άνω κερκιδωλενική, οι οποίες περιβάλλονται από κοινό αρθρικό θύλακο. Η πηχεοβραχιόνιος… … Dictionary of Greek
ՍՓՌԻՉ — ( ) NBH 2 0766 Chronological Sequence: Early classical գ. ἁγκωνίσκος parvus cubitus, catenatio, commissura, flexus brachii. Զօդ արմկաձեւ. ճարմանդ. աղխ պարզեալ, եւ որպէս բազուկ տարածեալ խոտորնակի. չափրաստ, գօլ. *Երկուս սփռիչս միում սիւնակի՝… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)